γλώσσῃσι

γλώσσῃσι
γλῶσσα
tongue
fem dat pl (epic ionic)
γλῶσσα
tongue
fem dat pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γλώσσηισι — γλώσσῃσι , γλῶσσα tongue fem dat pl (epic ionic) γλώσσῃσι , γλῶσσα tongue fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”